- κἄλλο
- ἄλλο , ἄλλοςyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελάμβωλος — μελάμβωλος, ον (Α) (για τη γη) 1. αυτός που έχει μαύρους βώλους, μαύρο έδαφος 2. εύφορος («μελάμβωλον κατ ἄρουραν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βῶλος, (πρβλ. καλλό βωλος, χρυσό βωλος)] … Dictionary of Greek
μελαμπέδιλος — μελαμπέδιλος, ον (Μ) αυτός που φορά μαύρα σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πέδιλον (πρβλ. καλλο πέδιλος, χρυσο πέδιλος)] … Dictionary of Greek
μιλτοπάρηος — μιλτοπάρηος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα 2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές τής πρύμνης και τής πρώρας με μίλτο («τῷ δ ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που έχει το… … Dictionary of Greek
νομολόγος — ο, η ο ασχολούμενος με τους νόμους, ερμηνευτής τού νόμου, νομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Γ. Κάλλο] … Dictionary of Greek
kal-2, kali-, kalu- — kal 2, kali , kalu English meaning: handsome; healthy Deutsche Übersetzung: ‘schön, gesund” Material: O.Ind. kalyá “fit, healthy, lively “, kalyü ṇ a “beautiful, heilsam” ( üṇ a = *ülno to Gk. ὠλένη, ὠλλόν, above S. 308 f.);… … Proto-Indo-European etymological dictionary